απογίνομαι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- απογίνομαι < αρχαία ελληνική ἀπογίνομαι / ἀπογίγνομαι
Ρήμα επεξεργασία
απογίνομαι (αποθετικό ρήμα)
- γίνομαι
- καταλήγω
- (για φρούτα) ωριμάζω
- ξεγίνομαι
- παραγίνομαι
- γίνομαι χειρότερος, χειροτερεύω
- δε φέρομαι σωστά, παραφέρομαι