αποβιώνω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αποβιώνω < ελληνιστική ἀποβιόω
Ρήμα επεξεργασία
αποβιώνω
Σημειώσεις επεξεργασία
- συναντάται συνήθως μόνο στον αόριστο
Κλίση επεξεργασία
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αποβιώνω | αποβίωνα | θα αποβιώνω | να αποβιώνω | αποβιώνοντας | |
β' ενικ. | αποβιώνεις | αποβίωνες | θα αποβιώνεις | να αποβιώνεις | αποβίωνε | |
γ' ενικ. | αποβιώνει | αποβίωνε | θα αποβιώνει | να αποβιώνει | ||
α' πληθ. | αποβιώνουμε | αποβιώναμε | θα αποβιώνουμε | να αποβιώνουμε | ||
β' πληθ. | αποβιώνετε | αποβιώνατε | θα αποβιώνετε | να αποβιώνετε | αποβιώνετε | |
γ' πληθ. | αποβιώνουν(ε) | αποβίωναν αποβιώναν(ε) |
θα αποβιώνουν(ε) | να αποβιώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αποβίωσα | θα αποβιώσω | να αποβιώσω | αποβιώσει | ||
β' ενικ. | αποβίωσες | θα αποβιώσεις | να αποβιώσεις | αποβίωσε | ||
γ' ενικ. | αποβίωσε | θα αποβιώσει | να αποβιώσει | |||
α' πληθ. | αποβιώσαμε | θα αποβιώσουμε | να αποβιώσουμε | |||
β' πληθ. | αποβιώσατε | θα αποβιώσετε | να αποβιώσετε | αποβιώστε | ||
γ' πληθ. | αποβίωσαν αποβιώσαν(ε) |
θα αποβιώσουν(ε) | να αποβιώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αποβιώσει | είχα αποβιώσει | θα έχω αποβιώσει | να έχω αποβιώσει | ||
β' ενικ. | έχεις αποβιώσει | είχες αποβιώσει | θα έχεις αποβιώσει | να έχεις αποβιώσει | ||
γ' ενικ. | έχει αποβιώσει | είχε αποβιώσει | θα έχει αποβιώσει | να έχει αποβιώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αποβιώσει | είχαμε αποβιώσει | θα έχουμε αποβιώσει | να έχουμε αποβιώσει | ||
β' πληθ. | έχετε αποβιώσει | είχατε αποβιώσει | θα έχετε αποβιώσει | να έχετε αποβιώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν αποβιώσει | είχαν αποβιώσει | θα έχουν αποβιώσει | να έχουν αποβιώσει |
|
Μεταφράσεις επεξεργασία
αποβιώνω
→ δείτε τη λέξη πεθαίνω |