Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αποαιθανιωτής
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
αποαιθανιωτ
ής
οι
αποαιθανιωτ
ές
γενική
του
αποαιθανιωτ
ή
των
αποαιθανιωτ
ών
αιτιατική
τον
αποαιθανιωτ
ή
τους
αποαιθανιωτ
ές
κλητική
αποαιθανιωτ
ή
αποαιθανιωτ
ές
Κατηγορία
όπως «
ποιητής
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
αποαιθανιωτής
<
απο-
+
αιθάνιο
+
-ωτής
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αποαιθανιωτής
αρσενικό
(
νεολογισμός
)
χώρος
ή
μηχάνημα
όπου γίνεται η
αποαιθανίωση
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αποαιθανιωτής