απλώσει
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
απλώσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος απλώνω
- θα απλώσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος απλώνω
- να απλώσει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος απλώνω
απλώσει