Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

απλώσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος απλώνω
  2. θα απλώσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος απλώνω
  3. να απλώσει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος απλώνω