Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

απλουστεύω < απλούστερος + -εύω (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική simplifier)

  Ρήμα επεξεργασία

απλουστεύω (παθητική φωνή: απλουστεύομαι)

Συνώνυμα επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία