Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

απλικασιόν < γαλλική application

  Ουσιαστικό επεξεργασία

απλικασιόν θηλυκό άκλιτο

  Μεταφράσεις επεξεργασία