Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το απλανόσπορο τα απλανόσπορα
      γενική του απλανόσπορου των απλανόσπορων
    αιτιατική το απλανόσπορο τα απλανόσπορα
     κλητική απλανόσπορο απλανόσπορα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

απλανόσπορο < απλανές + σπόριο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

απλανόσπορο ουδέτερο

  • (βιολογία): σπόριο μη σεξουαλικό και μη κινητικό που απαντάται σε μερικές άλγες και μερικούς μύκητες

  Μεταφράσεις επεξεργασία