απεραντολόγος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- απεραντολόγος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀπεραντολόγος. Συγχρονικά αναλύεται σε απέραντ(ος) + -ο- + -λόγος
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.pe.ɾan.doˈlo.ɣos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐πε‐ρα‐ντο‐λό‐γος
- παλιότερος συλλαβισμός : α‐πε‐ραν‐το‐λό‐γος
Ουσιαστικό επεξεργασία
απεραντολόγος αρσενικό ή θηλυκό
- που απεραντολογεί, που λέει απεραντολογίες
Συγγενικά επεξεργασία
→ και δείτε τις λέξεις απέραντος και λόγος
Μεταφράσεις επεξεργασία
απεραντολόγος
|