απατεωνίσκος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- απατεωνίσκος < απατεών(ας) + υποκοριστικό επίθημα -ίσκος
Ουσιαστικό επεξεργασία
απατεωνίσκος αρσενικό
- μικροαπατεώνας, που κάνει μικρής έκτασης απατεωνιές
Συνώνυμα επεξεργασία
Αντώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
απατεωνίσκος
|