Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η απαρνησιά οι απαρνησιές
      γενική της απαρνησιάς των απαρνησιών
    αιτιατική την απαρνησιά τις απαρνησιές
     κλητική απαρνησιά απαρνησιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Σπάνια στον πληθυντικό.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

απαρνησιά < απάρνησ(η) + -ιά

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.paɾ.niˈsça/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐παρ‐νη‐σιά

  Ουσιαστικό επεξεργασία

απαρνησιά θηλυκό, μόνο στον ενικό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία