Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η απανουσά οι απανουσές
      γενική της απανουσάς των απανουσών
    αιτιατική την απανουσά τις απανουσές
     κλητική απανουσά απανουσές
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

απανουσά < απάν-ου + ωσ(ι)ά με αποβολή του ημιφώνου /sça/ > /sa/ [1] Συγκρίνετε με το απανουσιά και απανωσιά.

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.pa.nuˈsa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐πα‐νου‐σά

  Ουσιαστικό επεξεργασία

απανουσά θηλυκό

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Αγγελική Ράλλη (2017), Λεξικό διαλεκτικής ποικιλίας Κυδωνιών, Μοσχονησίων & Βορειοανατολικής Λέσβου. Παλλήνη: Ελληνικό Ίδρυμα Ιστορικών Μελετών [ΙΔΙΣΜΕ]. ISBN 978-960-9789-06-6, σελ. 54.