Δείτε επίσης: ἀπαλείφω

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

απαλείφω < αρχαία ελληνική ἀπαλείφω < ἀπό + ἀλείφω

  Ρήμα επεξεργασία

απαλείφω (παθητική φωνή: απαλείφομαι)

  1. σβήνω
  2. εξαλείφω, εξαφανίζω
  3. αφαιρώ
  4. καλύπτω, κρύβω
  5. διαγράφω
  6. ακυρώνω

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία