απαιτητικότητα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- απαιτητικότητα < (καθαρεύουσα) ἀπαιτητικότης < απαιτητικός + -ότης > -ότητα
Ουσιαστικό επεξεργασία
απαιτητικότητα θηλυκό
- η ιδιότητα του απαιτητικού
Μεταφράσεις επεξεργασία
απαιτητικότητα
|