Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η απαγκίστρωση οι απαγκιστρώσεις
      γενική της απαγκίστρωσης* των απαγκιστρώσεων
    αιτιατική την απαγκίστρωση τις απαγκιστρώσεις
     κλητική απαγκίστρωση απαγκιστρώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, απαγκιστρώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

απαγκίστρωση < λόγιο απαγκίστρωσις < απαγκιστρώνω + -ση / -σις

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.paŋˈɟi.stɾo.si/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

απαγκίστρωση θηλυκό

  • η ενέργεια του ρήματος απαγκιστρώνω/απαγκιστρώνομαι
    1. η απομάκρυνση από μια δυνητικά επικίνδυνη κατάσταση
    2. (στρατιωτικός όρος) απομάκρυνση στρατιωτικών δυνάμεων από σημείο στο οποίο έχουν αποκλειστεί από εχθρικές δυνάμεις

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία