απέπτως
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- απέπτως < αρχαία ελληνική ἀπέπτως
Επίρρημα επεξεργασία
απέπτως
- (λόγιο) (φυσιολογία) χωρίς να έχει ολοκληρωθεί η πέψη
Μεταφράσεις επεξεργασία
απέπτως
|
Δείτε επίσης : ἀπέπτως, άπεπτος, ἄπεπτος |
απέπτως
|