Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
απάρτισε
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
απάρτισε
γ' ενικό
οριστικής
αορίστου του ρήματος
απαρτίζω
β' ενικό
προστακτικής
αορίστου του ρήματος
απαρτίζω