Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αουτσάιντερ < αγγλική outsider

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αουτσάιντερ ουδέτερο άκλιτο

  • αυτός που στο ξεκίνημα ενός αγώνα έχει θεωρητικά λιγότερες πιθανότητες να νικήσει

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία