αξιώσει
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίααξιώσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος αξιώνω
- θα αξιώσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αξιώνω
- να αξιώσει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αξιώνω
αξιώσει