Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

αξιώσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος αξιώνω
  2. θα αξιώσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αξιώνω
  3. να αξιώσει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αξιώνω