αξιότιμος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αξιότιμος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀξιότιμος (υψηλής αξίας), σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική honorable[1] Συγχρονικά αναλύεται σε αξιό- + τιμ(ή) + -ος
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.ksiˈo.ti.mos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐ξι‐ό‐τι‐μος
Επίθετο επεξεργασία
αξιότιμος, -η, -ο
- που αξίζει να τον τιμούν
- (προσφώνηση) τυπικός χαρακτηρισμός ή προσφώνηση πριν από το όνομα ή τον τίτλο κάποιου
- ↪ ο αξιότιμος κύριος Χ
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αξιότιμος
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ αξιότιμος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας