αξιοκαταφρονήτως
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αξιοκαταφρονήτως < αξιοκαταφρόνητος + -ως
Επίρρημα
επεξεργασίααξιοκαταφρονήτως
- (λόγιο) άλλη μορφή του αξιοκαταφρόνητα
Μεταφράσεις
επεξεργασία αξιοκαταφρονήτως
|
αξιοκαταφρονήτως
|