ανωνυμοτηλεφωνητής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ανωνυμοτηλεφωνητής < ανώνυμος + -ο- + τηλεφωνητής
Ουσιαστικό επεξεργασία
ανωνυμοτηλεφωνητής αρσενικό
- (παρωχημένο) αυτός που τηλεφωνεί ανώνυμα
Μεταφράσεις επεξεργασία
ανωνυμοτηλεφωνητής
|