αντρόγυνο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | αντρόγυνο | τα | αντρόγυνα |
γενική | του | αντρόγυνου | των | αντρόγυνων |
αιτιατική | το | αντρόγυνο | τα | αντρόγυνα |
κλητική | αντρόγυνο | αντρόγυνα | ||
Δείτε και την κλίση του ανδρόγυνο. | ||||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- αντρόγυνο < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀντρόγυνο(n) < ελληνιστική κοινή ἀνδρόγυνον που προφερόταν με [nd]. Διαφορετική η αρχαία ελληνική ἀνδρόγυνος (ερμαφρόδιτος).[1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /anˈdɾo.ʝi.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐ντρό‐γυ‐νο
Ουσιαστικό επεξεργασία
αντρόγυνο ουδέτερο
- άλλη μορφή και προφορά του ανδρόγυνο
- ※ Όπως έχουν γίνει σήμερα τα αντρόγυνα, αύριο μπορεί να καταλήξουν σε κανένα διαζύγιο. (Πέτρος Μάρκαρης, Βασικός μέτοχος)
Μεταφράσεις επεξεργασία
αντρόγυνο
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ αντρόγυνο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας