αντρανίζω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αντρανίζω < μεσαιωνική ελληνική αντρανίζω < ἐντρανίζω < (ελληνιστική κοινή) ἐντρανίζω (=κοιτάζω επίμονα) < ἐντρανής < αρχαία ελληνική τρανής
Ρήμα επεξεργασία
αντρανίζω
- (ιδιωματικό) (παρωχημένο) κοιτάζω (επίμονα), παρατηρώ, αντικρίζω
Μεταφράσεις επεξεργασία
αντρανίζω
|