Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

αντιφωνήσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αντιφωνώ
  2. θα αντιφωνήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αντιφωνώ

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

αντιφωνήσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αντιφώνηση