Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η αντισυνταγματάρχης οι αντισυνταγματάρχες
      γενική του
του/της
αντισυνταγματάρχη
αντισυνταγματάρχου
των αντισυνταγματαρχών
    αιτιατική τον/την αντισυνταγματάρχη τους/τις αντισυνταγματάρχες
     κλητική αντισυνταγματάρχη
(αντισυνταγματάρχα)
αντισυνταγματάρχες
Ο πρώτος τύπος της γενικής ενικού, μόνο για το αρσενικό.
Ο δεύτερος τύπος, και για τα δύο γένη, είναι λόγιος.
Για την αστάθεια τύπων της γενικής ενικού του θηλυκού,
σε -ου, σε -η, δείτε τα σχόλια στο Παράρτημα: «λιμενάρχης».
Και παλιότερη λόγια μορφή κλητικής ενικού σε ύφος επίσημο ή ειρωνικό.
Κατηγορία όπως «λιμενάρχης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αντισυνταγματάρχης < αντί + συνταγματάρχης < αντι- + συν- + (τάγμα) τάγματ(ος) + -άρχης

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αντισυνταγματάρχης αρσενικό ή θηλυκό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία