αντιμέτρηση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αντιμέτρηση | οι | αντιμετρήσεις |
γενική | της | αντιμέτρησης* | των | αντιμετρήσεων |
αιτιατική | την | αντιμέτρηση | τις | αντιμετρήσεις |
κλητική | αντιμέτρηση | αντιμετρήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αντιμετρήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- αντιμέτρηση < (ελληνιστική κοινή) ἀντιμέτρησις
Ουσιαστικό επεξεργασία
αντιμέτρηση θηλυκό
Άλλες μορφές επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αντιμέτρηση
|