Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

αντικαθρεφτίσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος αντικαθρεφτίζω
  2. θα αντικαθρεφτίσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αντικαθρεφτίζω
  3. να αντικαθρεφτίσει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αντικαθρεφτίζω