Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αντιδρόμηση οι αντιδρομήσεις
      γενική της αντιδρόμησης* των αντιδρομήσεων
    αιτιατική την αντιδρόμηση τις αντιδρομήσεις
     κλητική αντιδρόμηση αντιδρομήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αντιδρομήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αντιδρόμηση < αντιδρομώ + -ση < δρόμος <

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αντιδρόμηση θηλυκό

  • η αλλαγή της κατεύθυνσης ενός μονοδρόμου
    Λήψη απόφασης για δοκιμαστική αντιδρόμηση της οδού Αγ. Γεωργίου για το τμήμα της από τη Λ. Πετρουπόλεως έως την οδό Αν. Παπανδρέου. (*)
  • αλλαγή της κατεύθυνσης μετάδοσης της πληροφορίας
    • η διαδικασία «backpropagation» επιδιορθωτικής αναθεώρησης των τιμών μέσω αντιδρόμησης


Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία