αντιδράσουμε
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
αντιδράσουμε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αντιδρώ
- θα αντιδράσουμε: α' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αντιδρώ
αντιδράσουμε