αντιδιεθνιστής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αντιδιεθνιστής < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
αντιδιεθνιστής αρσενικό
- αυτός που αντίκειται στον διεθνισμό, εθνικιστής πολέμιος του διεθνισμού
Μεταφράσεις επεξεργασία
αντιδιεθνιστής
|