αντιδημαρχία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
αντιδημαρχία θηλυκό
- το αξίωμα ενός αντιδημάρχου
- το χρονικό διάστημα κατά το οποίο ο αντιδήμαρχος ασκεί το αξίωμά του
- το γραφείο του αντιδημάρχου
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις αντιδήμαρχος, δήμαρχος, δήμος και άρχω
Μεταφράσεις επεξεργασία
αντιδημαρχία
|