Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

αντιγράψει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος αντιγράφω
  2. θα αντιγράψει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αντιγράφω
  3. να αντιγράψει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αντιγράφω