αντιατομικισμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αντιατομικισμός < αντι- + ατομικισμός
Ουσιαστικό επεξεργασία
αντιατομικισμός αρσενικό
- (λόγιο) θεωρία, στάση και συμπεριφορά αντίθετη του ατομικισμού
Συνώνυμα επεξεργασία
Αντώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αντιατομικισμός
|