Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αντιαιμορραγικό τα αντιαιμορραγικά
      γενική του αντιαιμορραγικού των αντιαιμορραγικών
    αιτιατική το αντιαιμορραγικό τα αντιαιμορραγικά
     κλητική αντιαιμορραγικό αντιαιμορραγικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αντιαιμορραγικό: ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου αντιαιμορραγικός. Εννοείται η λέξη φάρμακο.

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αντιαιμορραγικό ουδέτερο

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

αντιαιμορραγικό

  1. (αρσενικό) αιτιατική ενικού του αντιαιμορραγικός
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του αντιαιμορραγικός