ανταποδείξουν
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
ανταποδείξουν
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ανταποδείχνω
- θα ανταποδείξουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ανταποδείχνω