ανταλλακτήριο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ανταλλακτήριο | τα | ανταλλακτήρια |
γενική | του | ανταλλακτήριου & ανταλλακτηρίου |
των | ανταλλακτήριων & ανταλλακτηρίων |
αιτιατική | το | ανταλλακτήριο | τα | ανταλλακτήρια |
κλητική | ανταλλακτήριο | ανταλλακτήρια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ανταλλακτήριο < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ανταλλακτήριο ουδέτερο
- (κυριολεκτικά) κατάστημα στο οποίο ανταλλάσσονται αντικείμενα
- (ειδικότερα) το ανταλλακτήριο συναλλάγματος
Μεταφράσεις επεξεργασία
ανταλλακτήριο
|