αντίγαμος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
αντίγαμος αρσενικό
- (παρωχημένο, ιδιωματικό) η επίσημη συνεστίαση καλεσμένων σε γάμο την επόμενη Κυριακή από την τέλεση του μυστηρίου
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αντίγαμος
|
Πηγές επεξεργασία
- αντίγαμος - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- αντίγαμος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)