ανοιχτοχέρα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ανοιχτοχέρα | οι | ανοιχτοχέρες |
γενική | της | ανοιχτοχέρας | — | |
αιτιατική | την | ανοιχτοχέρα | τις | ανοιχτοχέρες |
κλητική | ανοιχτοχέρα | ανοιχτοχέρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ανοιχτοχέρα < ανοιχτοχέρης
Ουσιαστικό επεξεργασία
ανοιχτοχέρα θηλυκό
Μεταφράσεις επεξεργασία
ανοιχτοχέρα
|