Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

ανιχνεύσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ανιχνεύω
  2. θα ανιχνεύσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ανιχνεύω

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

ανιχνεύσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ανίχνευση