Δείτε επίσης: ἀνισο-

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ανισο- < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀνισο- < αρχαία ελληνική ἄνισο(ς) < ἴσος. Μορφολογικά αναλύεται σε αν- στερητικό + ισο-

  Πρόθημα επεξεργασία

ανισο-, ανισό-, & ανισ- πριν από φωνήεντα

Σύνθετα επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία