ανθόκρινο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /anˈθo.kɾi.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αν‐θό‐κρι‐νο
Ουσιαστικό επεξεργασία
ανθόκρινο ουδέτερο
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ανθόκρινο
|
Πηγές επεξεργασία
- ανθόκρινο - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας