ανθρακωτήρας
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ανθρακωτήρας < (καθαρεύουσα) ἀνθρακωτήρ [< (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική carburateur] + -ας (→ δείτε τις λέξεις άνθρακας και υδρογονάνθρακας)
Ουσιαστικό επεξεργασία
ανθρακωτήρας αρσενικό
- (μηχανολογία) (λόγιο, σπάνιο) το καρμπιρατέρ