ανθοστήλη
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ανθοστήλη θηλυκό
- στήλη με (διακοσμητικά ή φυσικά) άνθη
- στήλη (από γύψο, ξύλο ή άλλο υλικό), πάνω στην οποία τοποθετούν ανθοδοχείο ή γλάστρα
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ανθοστήλη
|