Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ανθοστήλη οι ανθοστήλες
      γενική της ανθοστήλης των ανθοστηλών
    αιτιατική την ανθοστήλη τις ανθοστήλες
     κλητική ανθοστήλη ανθοστήλες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ανθοστήλη < άνθος + -ο- + στήλη

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ανθοστήλη θηλυκό

  1. στήλη με (διακοσμητικά ή φυσικά) άνθη
  2. στήλη (από γύψο, ξύλο ή άλλο υλικό), πάνω στην οποία τοποθετούν ανθοδοχείο ή γλάστρα

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία