ανθοβολή
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ανθοβολή θηλυκό, πληθυντικός ανθοβολές
- η άνθιση
- η βολή λουλουδιών σε ανθοπόλεμο ή από ειδικές συσκευές εορταστικών παραστάσεων
Μεταφράσεις επεξεργασία
ανθοβολή
|