ανευρυσμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ανευρυσμός < (ελληνιστική κοινή) ἀνευρυσμός < αρχαία ελληνική ἀνευρύνω < εὐρύνω < εὐρύς
Ουσιαστικό επεξεργασία
ανευρυσμός αρσενικό
- (ιατρική) (ανατομία) άλλη μορφή του ανεύρυσμα
Μεταφράσεις επεξεργασία
ανευρυσμός
|