Δείτε επίσης: ἀνεπιεικῶς

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ανεπιεικώς < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀνεπιεικῶς < ἀνεπιεικής [1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.ne.pi.iˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐νε‐πι‐ει‐κώς

  Επίρρημα επεξεργασία

ανεπιεικώς

  • (λόγιο) αυστηρά, δίχως επιείκεια
    τιμωρήθηκε ανεπιεικώς με κάθειρξη, ενώ άλλοι για το ίδιο ακριβώς αδίκημα καταδικάστηκαν σε 3-4 χρόνια φυλακή

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία