Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ανεπίστρεπτα < λείπει η ετυμολογία

  Επίρρημα επεξεργασία

ανεπίστρεπτα

  1. αυτά που δεν πρόκειται να επιστραφούν
    δανεικά και ανεπίστρεπτα

  Μεταφράσεις επεξεργασία