Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ανενεργοποιώ
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ρήμα
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
Ετυμολογία
επεξεργασία
ανενεργοποιώ
<
α-
στερητικό
+
ενεργοποιώ
Ρήμα
επεξεργασία
ανενεργοποιώ
καθιστώ
κάτι
ανενεργό
διακόπτω
κάποια
δράση
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ανενεργοποιώ