Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ανενεργοποιώ < α- στερητικό + ενεργοποιώ

  Ρήμα επεξεργασία

ανενεργοποιώ

  1. καθιστώ κάτι ανενεργό
  2. διακόπτω κάποια δράση

  Μεταφράσεις επεξεργασία