Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ανεμομέτρης οι ανεμομέτρες
      γενική του ανεμομέτρη των ανεμομετρών
    αιτιατική τον ανεμομέτρη τους ανεμομέτρες
     κλητική ανεμομέτρη ανεμομέτρες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ανεμομέτρης < ανεμο- + -μέτρης

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.ne.moˈme.tɾis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐νε‐μο‐μέ‐τρης

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ανεμομέτρης αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 8, έτος 2004, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr, σελ. 22