ανεβοκατεβάζω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
ανεβοκατεβάζω
- κατ' επανάληψη ανεβάζω κάτι και μετά το κατεβάζω και μετά χρειάζεται να το ξανανεβάσω
- Τι με κάνεις και ανεβοκατεβάζω εκατό φορές τα εργαλεία στον κήπο αφού βαριέσαι να φτιάξεις το φράχτη;
Μεταφράσεις επεξεργασία
ανεβοκατεβάζω
|